Τέσσερις μήνες μετά την επιβολή των νέων δασμών από τον Πρόεδρο των ΗΠΑ, τα υποτιθέμενα οφέλη παραμένουν περιορισμένα. Παρά τις φιλόδοξες δηλώσεις περί «επαναπατρισμού της παραγωγής» και «διάρρηξης των εμπορικών εμποδίων», οι μέχρι στιγμής παραχωρήσεις από ξένες κυβερνήσεις είναι ελάχιστες – και η αμερικανική οικονομία αρχίζει να νιώθει το βάρος της αβεβαιότητας.
Οι δασμοί παρουσιάστηκαν ως ένα εργαλείο διαπραγμάτευσης: απειλή ή επιβολή εισαγωγικών φόρων με στόχο να υποχρεωθούν άλλες χώρες να μειώσουν τα δικά τους εμπόδια στο εμπόριο, είτε πρόκειται για δασμούς, είτε για ρυθμίσεις. Όμως, όπως σημειώνουν οικονομολόγοι και νομικοί ειδικοί, η στρατηγική δεν έχει ακόμα φέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα.
Μέχρι στιγμής, μόνο το Ηνωμένο Βασίλειο έχει συμφωνήσει προκαταρκτικά να ανοίξει μερικά σημεία της αγοράς του στις αμερικανικές επιχειρήσεις – και ακόμα αυτό παραμένει υπό διαπραγμάτευση. Η συμφωνία με την Κίνα, η οποία ανακοινώθηκε πρόσφατα, δεν αποτελεί νέα επιτυχία αλλά μάλλον αναδίπλωση: οι δύο πλευρές απέσυραν ορισμένα από τα πιο σκληρά περιοριστικά μέτρα που είχαν επιβάλει η μία στην άλλη μέσα στο 2025, χωρίς ουσιαστική πρόοδο.
Ακόμα και αν υποθέσει κανείς ότι η στρατηγική των δασμών έχει στόχο το μακροπρόθεσμο κέρδος, η έλλειψη σταθερότητας έχει ήδη αφήσει σημάδια. Οι επιχειρήσεις δηλώνουν ανασφαλείς ως προς το τι να περιμένουν στο εξής, αναστέλλοντας επενδύσεις και μεταφέροντας το κόστος στους καταναλωτές. Σύμφωνα με το Yale Budget Lab, οι μέσοι δασμοί βρίσκονται πλέον στο υψηλότερο επίπεδο από το 1937.
Η κυβέρνηση δηλώνει πως διαπραγματεύεται ενεργά με τουλάχιστον 18 χώρες, σύμφωνα με τον Υπουργό Οικονομικών, ο οποίος υποστηρίζει ότι βρίσκονται σε εξέλιξη συνομιλίες με χώρες όπως το Βιετνάμ, το οποίο φέρεται να προσφέρθηκε να μηδενίσει τους δασμούς του σε αμερικανικά προϊόντα – εφόσον η Ουάσιγκτον αποσύρει τις πρόσφατες αυξήσεις. Πάντως, οι όποιες αποφάσεις έχουν «παγώσει» για 90 ημέρες, αφήνοντας το πλαίσιο ρευστό.
Ειδικοί στις διεθνείς συμφωνίες υπογραμμίζουν ότι οι εμπορικές διαπραγματεύσεις είναι εκ φύσεως χρονοβόρες και σύνθετες. «Θα χρειαστούν μήνες, ίσως και χρόνια, για να έχουμε σαφή εικόνα για τα αποτελέσματα αυτών των πολιτικών», δηλώνει ο Anthony Rapa, νομικός με ειδίκευση στο διεθνές εμπόριο. «Μέχρι τότε, η αβεβαιότητα θα παραμείνει κυρίαρχη».
Εκτός από τις οικονομικές επιπτώσεις, υπάρχει και η πολιτική διάσταση. Οι υποστηρικτές του Προέδρου παρουσιάζουν τους δασμούς ως μέσο εθνικής αναγέννησης και προάσπισης των εγχώριων συμφερόντων. Οι επικριτές, ωστόσο, κάνουν λόγο για απομόνωση και μείωση της διεθνούς εμπιστοσύνης προς τις ΗΠΑ. Όπως σημειώνει ο Ryan Young από το Competitive Enterprise Institute, «ο εμπορικός αντίπαλος της Αμερικής δεν είναι ανυπεράσπιστος – η Κίνα, για παράδειγμα, χρησιμοποιεί τα αποθέματα σπάνιων γαιών ως μοχλό πίεσης».
Στο μεταξύ, οι καταναλωτές αρχίζουν να βλέπουν μικρές αυξήσεις τιμών, ενώ οι επιχειρήσεις, αν και δεν έχουν περάσει πλήρως το κόστος στους πελάτες, σχεδιάζουν να το κάνουν σταδιακά. Το τελικό αποτέλεσμα μπορεί να είναι ένας συνδυασμός χαμηλότερης κατανάλωσης, καθυστερημένων επενδύσεων και μείωσης της απασχόλησης.
Η ρητορική των «σκληρών μέτρων για ισχυρή Αμερική» δεν φαίνεται μέχρι στιγμής να μεταφράζεται σε απτά κέρδη. Το ερώτημα πλέον είναι αν το πολιτικό στοίχημα των δασμών θα δικαιωθεί – ή αν θα μείνει στην ιστορία ως μία ακόμη απόπειρα ισχύος χωρίς πραγματική ανταπόκριση.